- ῥύακος
- ῥύᾱκος , ῥύαξrushing streammasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρύακας — ο / ῥύαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. το ρυάκι αρχ. 1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος 2. καθετί που αναβλύζει από τη γη και εκχύνεται και ιδίως η λάβα τών ηφαιστείων (α. «ἐρρύη δὲ... ὁ ῥύαξ τοῡ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης», Θουκ. β. «ἐφθαρμένων γὰρ τῶν παρὰ τὴν θάλασσαν … Dictionary of Greek
Λουκάς — I Όνομα διαφόρων αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο απόστολος. Ήταν επίσκοπος Λαοδικείας και αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο (A’ Τιμόθεον, δ’, ε’). Η μνήμη του τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο όσιος. Καταγόταν από την Ταυρομενία… … Dictionary of Greek